αγιοκάντηλο

αγιοκάντηλο
το
το καντήλι που είναι διαρκώς αναμμένο πάνω από την αγία Τράπεζα, η ακοίμητος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + καντήλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”